πιττόσπορο

πιττόσπορο
το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πιττοσπορίδες και περιλαμβάνει 100-120 είδη αειθαλών αρωματικών θάμνων και μικρών δέντρων που είναι ιθαγενή τών θερμών, εύκρατων, υποτροπικών και τροπικών περιοχών τού Παλαιού Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pittosporum (< πίττα[ΙΙΙ] + σπόρος). Η λ., στον πληθ. τα πιττόσπορα, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγγελική ή πιττόσπορο — Κοινή ονομασία δύο ειδών της οικογένειας των πιττοσποριδών, που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Πιττόσπορον το σινικόν.Δενδρόμορφος θάμνος, ύψους 2 3 μ., ιθαγενής της Κίνας και της Ιαπωνίας. Τα φύλλα του είναι πλατιά, δερματώδη, εντελώς λεία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”